- ρινοτομία
- η / ῥινοτομία, ΝΜ [ῥινοτομῶ]ακρωτηριασμός τής μύτης, μία από τις ποινές που επιβαλλόταν σε όσους στασίαζαν εναντίον τής νόμιμης βασιλικής εξουσίας στο Βυζάντιονεοελλ.ιατρ. διάνοιξη τών ρινικών κοιλοτήτων για εκτέλεση χειρουργικών επεμβάσεων.
Dictionary of Greek. 2013.